- καταλυμαίνομαι
- med. порчу
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
καταλυμαίνομαι — (AM καταλυμαίνομαι) καταστρέφω κάτι εντελώς, τό αφανίζω νεοελλ. μτφ. μαστίζω, καταβασανίζω … Dictionary of Greek
καταλυμηνάμενον — καταλῡμηνάμενον , καταλυμαίνομαι ruin utterly aor part mid masc acc sg καταλῡμηνάμενον , καταλυμαίνομαι ruin utterly aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλύμανσις — καταλύμανσις, ἡ (Α) [καταλυμαίνομαι] πλήρης καταστροφή, αφανισμός … Dictionary of Greek
καταλυμαινομένους — καταλῡμαινομένους , καταλυμαίνομαι ruin utterly pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλυμαινόμενοι — καταλῡμαινόμενοι , καταλυμαίνομαι ruin utterly pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλυμαινόμενος — καταλῡμαινόμενος , καταλυμαίνομαι ruin utterly pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλυμαίνεσθαι — καταλῡμαίνεσθαι , καταλυμαίνομαι ruin utterly pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλυμαίνεται — καταλῡμαίνεται , καταλυμαίνομαι ruin utterly pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλυμαίνοιτο — καταλῡμαίνοιτο , καταλυμαίνομαι ruin utterly pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλυμαίνονται — καταλῡμαίνονται , καταλυμαίνομαι ruin utterly pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλυμηναίμην — καταλῡμηναίμην , καταλυμαίνομαι ruin utterly aor opt mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)